- μαγαρίζω
- μαγαρίζω, μαγάρισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… … Dictionary of Greek
μαγαρίζω — μαγάρισα, μαγαρίστηκα, μαγαρισμένος 1. λερώνω, βρομίζω, κοπρίζω: Μπήκε ο σκύλος στην κουζίνα και τη μαγάρισε. 2. μτφ., μολύνω, μιαίνω, βεβηλώνω: Οι βέβηλοι μαγάρισαν τον ιερό χώρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγάρισμα — το (Μ μαγάρισμα) [μαγαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαγαρίζω, ρύπανση, μόλυνση νεοελλ. στον πληθ. τα μαγαρίσματα οφθαλμική νόσος τών ζώων μσν. βρομιά, βδέλυγμα, σιχασιά … Dictionary of Greek
μαγαρίτης — ο (Μ μαγαρίτης) 1. αυτός που απαρνείται τον χριστιανισμό και ασπάζεται τον ισλαμισμό, αρνησίθρησκος, εξωμότης 2. (σκωπτικά και υβριστικά) μακαρίτης μσν. μιαρός, μολυσμένος, μαγαρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαρίζω + κατάλ. ίτης ή, κατ άλλη άποψη, από … Dictionary of Greek
μαγαρώ — μαγαρῶ, έω (Μ) μαγαρίζω, βρομίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. μαγαρίζω, κατά τα ρ. σε ῶ] … Dictionary of Greek
άχνα — (I) η 1. αχνός, ατμός 2. ελαφριά πνοή, αναπνοή 3. φρ. «δεν βγάζω άχνα» δεν μιλάω καθόλου, σωπαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχνίζω(ΙΙ), με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. λαχτάρα < λαχταρίζω, μαγάρα < μαγαρίζω, φοβέρα < φοβερίζω κ.ά.)]. (II) ἄχνα, η… … Dictionary of Greek
αμαγάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν μαγαρίστηκε, δεν λερώθηκε με κοπριά ή άλλες ακαθαρσίες, ο καθαρός 2. ο ηθικά άσπιλος, αμόλυντος 3. αυτός που δεν τόν έκλεψαν «κανένας μουσαφίρης δεν μάς άφησε αμαγάριστους» 4. αυτός που δεν κατέλυσε θρησκευτική νηστεία 5.… … Dictionary of Greek
αναμουρδώνω — και αναμπουρδώνω και ανεμουρδώνω 1. γίνομαι θολός, θολώνω 2. ανακατεύω, συγχέω, μπερδεύω 3. μολύνω, ρυπαίνω 4. τιμωρώ ταπεινωτικά (από την παλαιότερη συνήθεια να ρυπαίνουν για διαπόμπευση το πρόσωπο αυτού που τιμωρείται) 5. καταλύω τη νηστεία… … Dictionary of Greek
μαγάρα — η 1. ρύπος, ακαθαρσία, λέρα, βρομιά 2. μαγική επήρεια εναντίον κάποιου 3. μτφ. άνθρωπος αχρείος, αισχρός και άτιμος 4. μτφ. πόρνη, αισχρή γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαγαρίζω (πρβλ. άχνα < αχνίζω, κάπνα < καπνίζω)] … Dictionary of Greek
μαγάριος — μαγάριος, ία, ον (Μ) (σκωπτικά) μακάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακάριος με επίδραση τού μαγαρίζω, προκειμένου να γίνει λογοπαίγνιο] … Dictionary of Greek